Το ψάρι ήταν ανέκαθεν βασικό συστατικό της ελληνικής κουζίνας. Από τα αρχαία χρόνια, όπως μαρτυρούν τοιχογραφίες καθώς και κείμενα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, οι Έλληνες αγαπούσαν την κατανάλωση ψαριών. Την εποχή της Ιλιάδας ήταν φαγητό των φτωχών, ενώ στην κλασική εποχή μετατράπηκε σε φαγητό πολυτελείας. Η σαρδέλα, ακόμα και εκείνη την περίοδο, ανήκε στην κατηγορία των οικονομικώνψαριών. Η παραδοσιακή λοιπόν, ελληνική κουζίνα είναι γεμάτη από πιάτα και εδέσματα που ως κύριο συστατικό τους έχουν τη σαρδέλα.
Τα τελευταία χρόνια φαίνεται όμως να έχει παραμεληθεί από την Ελληνίδα νοικοκυρά.
Η έλλειψη χρόνου, ο σύγχρονος τρόπος ζωής και η συχνή κατανάλωση φαγητού εκτός σπιτιού, οδήγησε στην μείωση της κατανάλωσης ψαριού και αναπόφευκτα και σαρδέλας. Άλλωστε, το μαγείρεμα του ψαριού, ίσως σε πολλές νοικοκυρές φαντάζει δυσκολότερο, ενώ η γεύση του είναι αποκρουστική σε πολλούς. Η κατανάλωσή του όμως είναι απαραίτητη και ευεργετική. Εκτός από εξαιρετική πηγή πρωτεϊνών υψηλής βιολογικής αξίας, ησαρδέλα προσφέρει πολύτιμα λιπαρά οξέα και πληθώρα βιταμινών και μετάλλων. Επιπλέον, μειώνει τον κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακών νοσημάτων και αρτηριακής πίεσης. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας συνιστά εβδομαδιαία κατανάλωση λιπαρώνψαριών τουλάχιστον δύο φορές την εβδομάδα.
Οι συστάσεις αναφέρονται ειδικά στα λιπαρά ψάρια, γιατί φαίνεται πως η πληθώρα των ευεργετικών επιδράσεών τους οφείλεται στα ω-3 λιπαρά οξέα που περιέχουν. Τα λιπαρά οξέα, αν και παράγονται και από το ανθρώπινο σώμα, η παραγόμενη ποσότητα δεν επαρκεί. Έτσι, πρέπει οπωσδήποτε να προσληφθούν μέσω της τροφής. Επιπλέον, τα ψάρια δεν περιέχουν κορεσμένα λιπαρά οξέα και χοληστερόλη, ουσίες που ευθύνονται για καρδιαγγειακά νοσήματα και υπερχοληστερολαιμίες.
Στα λιπαρά ψάρια λοιπόν, ανήκουν και οι παρεξηγημένες σαρδέλες, οι οποίες μάλιστα βρίσκονται στην εντεκάδα των ψαριών με τη μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε ω-3 λιπαρά οξέα. Στην περίπτωση λοιπόν, που ο φημισμένος σολομός σας φαίνεται ιδιαίτερα ακριβός, βρίσκετε σπάνια φρέσκο τόνο και η πέστροφα δεν είναι το αγαπημένο σας ψάρι, το μόνο που έχετε να κάνετε είναι να επιστρέψετε στις ρίζες σας. Μπορείτε να βρείτε σαρδέλα σε διάφορες μορφές: παστή, φρέσκια ακόμα και κονσέρβα. Καταναλώνονται με διάφορους τρόπους: ωμές (μαριναρισμένες με λεμόνι), ψητές στη σχάρα ή στο φούρνο, λαδορίγανη ή με τομάτα, τηγανητές ή στην κατσαρόλα. Ιδιαίτερα αγαπητή είναι και η συνταγή της «παντρεμένης σαρδέλας».
Επιπλέον, όταν καταναλώνεται με το κόκαλο αποτελεί εξαιρετική πηγή ασβεστίου, φωσφόρου και βιταμίνης D. Η προσφορά της σαρδέλας δε τελειώνει εδώ: περιέχει επίσης βιταμίνη Β12, σελήνιο και σίδηρο. Έρευνα που ασχολήθηκε με την κατανάλωση σαρδέλαςαπό θηλάζουσες, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι 100γρ σαρδέλας 2-3 φορές την εβδομάδα, οδήγησαν σε αύξηση της περιεκτικότητας του μητρικού γάλατος σε ω-3 λιπαρά οξέα. Εξίσου σημαντικό είναι τέλος το γεγονός ότι η «ταπεινή» σαρδέλα, ακριβώς λόγω της ταπεινότητάς της και της χαμηλής θέσης που κατέχει στη τροφική αλυσίδα, ζει μικρότερο χρονικό διάστημα σύγκριση με τα περισσότερα ψάρια. Το μικρό διάστημα ζωής της λοιπόν, έχει σαν αποτέλεσμα να είναι πιο ασφαλής, αφού δεν προλαβαίνει να συγκεντρώσει μεγάλες ποσότητες υδραργύρου.
Η επιστροφή στην παράδοση πάντοτε έχει ένα θετικό αντίκτυπο στη ζωή του ανθρώπου. Έτσι και στην περίπτωση της σαρδέλας, που εκτός από τα μεγάλα διατροφικά οφέλη, είναι η πιο οικονομική ίσως επιλογή ψαριού.
Ακόμη κι αν η σαρδέλα σάς είναι άγνωστη, μια επίσκεψη στην Καλλονή της Λέσβου, όπου ψαρεύεται η πιο νόστιμη σαρδέλα, ίσως σας κάνει να αλλάξετε γνώμη.